- ισπανόφιλος
- -η, -οαυτός που τρέφει ιδιαίτερη συμπάθεια για την Ισπανία και τους Ισπανούς.[ΕΤΥΜΟΛ. < Ἱσπανός + -φιλος (< φίλος), πρβλ. αγγλό-φιλος, ετεό-φιλος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ισπανόφιλος — η, ο φίλος των Ισπανών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ισπανοφιλία — η [ισπανόφιλος] η φιλία για τους Ισπανούς και την Ισπανία … Dictionary of Greek